- χτίσμα
- το, Νκτίσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χτίσμα — το, ατος βλ. κτίσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευαγγελιστρίας, μονή — Ονομασία μοναστηριών. 1. Άνω Πεδινών. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων. Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Το καθολικό του μοναστηριού χτίστηκε το 1793, ενώ το 1809 έγινε η εικονογράφησή του. 2. Ζαγαρά. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Βοιωτίας, στη… … Dictionary of Greek
φούρνος — ο (λ. λατ.) 1. θολωτό χτίσμα όπου γίνεται το ψήσιμο ψωμιού ή φαγητού, κλίβανος, καμίνι. 2. οίκημα όπου λειτουργεί τέτοιο χτίσμα (κλίβανος) και όπου πουλιέται ψωμί, ψωμάδικο, αρτοποιείο: Όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αγανάκτημα — και χτισμα, το και χτισμός, ο [αγανακτώ και αγαναχτίζω] η αγανάκτηση* … Dictionary of Greek
αγανάκτισμα — και χτίσμα, το και αγανακτισμός και χτισμός, ο [αγανακτίζω] βλ. αγανάκτημα … Dictionary of Greek
αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… … Dictionary of Greek
αναπαλαιώνω — επαναφέρω παλαιό χτίσμα στην αρχική του μορφή, αφαιρώντας μεταγενέστερες προσθήκες βάσει προγράμματος «συντηρήσεως» από ειδικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παλαιός (πρβλ. αρχ. ἀναρχαΐζω «κάνω πάλι αρχαίο» < ἀνα * + ἀρχαῖος)] … Dictionary of Greek
Αγίας Τριάδας, μονή — Ονομασία 21 μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα Μετέωρα. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Πέτρας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αι. Ιδρυτής του ήταν ο Μάρκος Παπαδόπουλος, Κρητικός τιμαριούχος που ίδρυσε και το… … Dictionary of Greek